- αυλείτης
- οβλ. αυλίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλείτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλίτης — αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή] υπηρέτης αγροτικής κατοικίας … Dictionary of Greek
αὐλεῖται — αὐλέω play on the flute pres ind mp 3rd sg (attic epic) αὐλείτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)